Έχοντας ξεφύγει ο σκοτεινός ιππότης από το πηγάδι στο οποίο είχε παγιδευτεί, ήταν πλέον ένας ελεύθερος άνθρωπος. Είχε μπροστά του όλο τον κόσμο να ανακαλύψει. Χωρίς τα δεσμά μπορούσε να πετάξει σα νυχτερίδα -γιατί βλέπετε, δεν είχε αποκατασταθεί πλήρως η όρασή του μετά από τόσο σκοτάδι. Και αυτό ακριβώς έκανε. Ταξίδεψε σε μακρινούς τόπους, από τις δαιδαλώδεις μετροπόλεις, στην άγρια, δυσπρόσιτη φύση. Γνώρισε κάθε λογής περίεργα πρόσωπα και παράξενους πολιτισμούς. Οι περιπέτειες αυτές αποτελούν δική τους ιστορία.
Ωστόσο, δεν ήταν εντελώς χαρούμενος. Απορημένοι οι άνθρωποι που συνάντησε αρχικά τον ρώτησαν, αλλά εκείνος δεν απάντησε. Δεν ήθελε να παραδεχτεί το κρυφό συναίσθημά του. Η αλήθεια όμως ήταν ότι αισθανόταν κάπως ένοχος που ο ίδιος απολάμβανε την ελευθερία, ενώ οι συγκρατούμενοί του βρισκόταν ακόμα φυλακισμένοι στο πηγάδι. Ήθελε σαν ήρωας να τους σώσει, να τους μεταδώσει το φως για να πάρουν κουράγιο. Αφού τα είχε καταφέρει μια φορά, θα μπορούσαν ίσως με τη βοήθεια του και αυτοί.
Αποφάσισε να πάει πίσω. Στεκόταν στην άκρη του πηγαδιού αγναντεύοντας τον πάτο. Από την οπτική γωνία του είχε θέα κάθε στιγμής της περιορισμένης καθημερινότητας των συνανθρώπων του. Τους παρατηρούσε με αρκετή έκπληξη καθώς μετακινούνταν από το ένα κελί στο άλλο, καθώς τσακώνονταν μεταξύ τους για ένα κομμάτι παξιμάδι, καθώς σιγά σιγά είχαν ξεχάσει ότι είναι φυλακισμένοι, καθώς πίστευαν όλοι ότι δεν υπάρχει άλλη λύση. Πως είναι δυνατό οι παλιοί συναγωνιστές του να έχουν υιοθετήσει το ρόλο του ισοβίτη αναρωτιόταν έντονα.
Τους φώναζε μα δεν τον άκουγαν, στα αυτιά τους δεν περνούσαν καινούριοι ήχοι. Είχε φτιάξει ένα σκοινί και τους το πέταξε, μα δε το έβλεπαν, τα μάτια τους ήταν τυφλά σε νέα αντικείμενα. Απογοητευμένος εγκατέλειψε τις μάταιες προσπάθειες και σιωπηλός αποχώρησε. Στο δρόμο της επιστροφής σκεφτόταν: “Ακόμη κι αν είσαι φυλακισμένος στο χειρότερο πηγάδι, αν έχεις υποφέρει επονείδιστα βασανιστήρια και τυραννιθεί όσο κανείς άλλος, τραγικότερο είναι να αποδεχτείς ότι έτσι είναι η ζωή, μια αναγκαία σκλαβιά”.
Α.Δ.