Δεν είχαν στεγνώσει τα ρούχα μας εντελώς, δεν έσταζαν σα να είχαμε τρέξει μαραθώνιο τουλάχιστον. Επεξεργαζόμουν τις ανατρεπτικές θέσεις που είχε μόλις διατυπώσει ο γέρος καθώς κοιτούσα το εσωτερικό της βιβλιοθήκης στην οποία μόλις είχαμε μπει. Είχα βαδίσει αμέτρητες φορές απ’ έξω αλλά δεν θυμάμαι καμία διακριτή περίπτωση να έχω περάσει μέσα. Για μένα η βιβλιοθήκη ήταν σαν ένα μυθικό πλάσμα, που ενώ όλοι μιλάνε για αυτό, εγώ δε το έχω δει ποτέ με τα μάτια μου. Ήταν λοιπόν ένας ανοιχτός χώρος, πολύ πιο προσεγμένος από ότι θα περίμενε κανείς για μια μικρή πόλη. Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα, αντικρίζοντας όλες τις σειρές βιβλίων, τις στοίβες ατελείωτων χαρτιών το ένα πάνω στο άλλο, το πόσα λίγα ξέρω και το πόσα πολλά μένουν να μάθω. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο τα βιβλία που μου τράβηξαν την προσοχή.
Στην άκρη του διαδρόμου, εκεί όπου βρίσκονταν τα γραφεία του προσωπικού, υπήρχε μια κοπέλα. Για να είμαι ειλικρινής δεν θεωρούσα τον εαυτό μου ματάκια, διατυπώνοντας έτσι σαφή το διαχωρισμό μου από το κύκλο λυκανθρώπων, γυπαετών και ανθρωποφάγων που δεν άφηναν θηλυκή αμοιβάδα σε ησυχία. Ούτε βέβαια εστερνιζόμουν τη θεωρία της πρώτης ματιάς και άλλων συστατικών ενός αθεράπευτου ρομαντισμού. Εδώ όμως υπήρχε ένα παράξενο, έως ανεξήγητο, ενδιαφέρον. Αυτό που έβλεπα ήταν μια λεπτή φιγούρα με μεγάλα μαύρα γυαλιά, πιασμένα σκούρα μαλλιά, πιθανώς αρκετά μακριά, και μια έντονη αφοσίωση στο γράψιμο καρτελών. Ο πονηρός γέρος, ήμουν πεπεισμένος, ότι εσκεμμένα επέλεξε αυτή για να ολοκληρώσει με την εξυπηρέτηση βιβλιο-δανεισμού του.
“Θα ήθελα να ανανεώσω αυτό το βιβλίο” είπε αποφασιστικά ο γέρος βγάζοντας από τη δερμάτινη τσάντα του, την Πολιτεία, το παχύ βιβλίο που είχα προσέξει προηγουμένως. “Θέλετε να κάνετε πάλι ανανέωση κ. Ελευθερίου; Φοβάμαι ότι οι κανονισμοί δε το επιτρέπουν αυτή την φορά”, του απάντησε η κοπέλα με αυστηρό αλλά όχι κακεντρεχή ή γκρινιάρικο τόνο, χωρίς δυστυχώς να έχει στρέψει την προσοχή της σε εμένα ούτε για μια στιγμή. Πριν προλάβει να συνεχίσει τη διαμάχη ο -κ. Ελευθερίου- (ιδού ένα πραγματικό στοιχείο), πετάχτηκα “Θα το δανειστώ εγώ”. Με κοίταξαν και οι δυο ταυτοχρόνως σα να τους χάλασα το πάρτυ το οποίο με προσήλωση μόλις ετοίμαζαν. “Θα το δανειστεί ο νεαρός λοιπόν” επανέλαβε με άπλετη ικανοποίηση ο κ. Ελευθερίου. ” Μάλιστα…” εξέφρασε ξεροκαταπίνοντας η κοπέλα και με ρώτησε διατηρώντας το αμυδρώς προκλητικό ύφος “Είστε όμως μέλος της βιβλιοθήκης;”. ” Είμαι από τώρα” ανέφερα αμέσως περιχαρής.
Α.Δ.
Pingback: Η απολογία μου, Μέρος 9ο | Απολύτως Διαλλακτικός
Pingback: Η απολογία μου, Μέρος 6ο, 7ο και 8ο | Απολύτως Διαλλακτικός
Pingback: Η απολογία μου, Μέρος 6ο, 7ο και 8ο | Απολύτως Διαλλακτικός
Pingback: Η απολογία μου, Μέρος 6ο,7ο και 8ο | Απολύτως Διαλλακτικός
Pingback: Η απολογία μου, Μέρος 5ο | Απολύτως Διαλλακτικός