Κεφάλαιο 3ο
Βαθύς θυμός στων μαθητών τα δάκρυα
Την αδικία μη δυνάμενοι άλλο να αντέξουν
Εκδίκαση, εκδίκαση εκ νέου Ηλιαία
Μονάχα οι αποφάσεις της ποτέ τους δεν αλλάζουν
Δεν είχα γευτεί ούτε σταγόνα τσάι. Ο διάλογός με είχε απορροφήσει σε τέτοιο βαθμό που είχα απολέσει πλήρως την έννοια του χρόνου. Θα μπορούσα να πιστέψω οτιδήποτε ανάμεσα σε δεκαπέντε λεπτά και δεκαπέντε ώρες. Ποτέ δεν υπήρξα μέρος μιας τέτοιας συζήτησης. Όλες οι προηγούμενες συνδιαλέξεις μου φαίνονταν υπό το νέο πρίσμα ρηχές και ανούσιες, σαν ένας τρόπος να καλύψουμε τις μοναξιές μας συγκεντρώνοντάς τες ειρωνικά όλες μαζί. Ίσως έτσι γεννήθηκε η έκφραση μόνος μέσα στο πλήθος, μόνος σε μια παρέα, μόνος σε μια οικογένεια. Τώρα δεν αισθανόμουν μόνος. Σίγουρα ανέμενε ένας μεγάλος όγκος άγνωστων πληροφοριών προς διερεύνηση, όμως το γεγονός αυτό δεν επισκίαζε την επικοινωνία που είχα με το γέρο απέναντί μου, όποιο και αν ήταν το πραγματικό του όνομα. Πολλές φορές μπερδεύουμε τις αναγραφές της αστυνομικής ταυτότητας με την ταυτότητα του χαρακτήρα μας, σκέφτηκα στιγμιαία. Η γνωριμία μου με τον υποτιθέμενο κ. Ελευθερίου ξεκίνησε προσπερνώντας τις κοινωνικές συμβάσεις και ως εκ τούτου τοποθετήθηκε σε ένα πρωτόγνωρο επίπεδο. Ήμασταν δύο άτομα που κανένας μας δεν είχε επενδύσει στα παραδοσιακά ονόματα και στοιχεία, ωστόσο μιλούσαμε ως αν γνωρίζαμε πολύ περισσότερα.
“Η παράσταση είναι έτοιμη να αρχίσει, νεαρέ Αριστόδημε. Τελευταία ευκαιρία να δοκιμάσεις το τσάι σου” είπε ο κ. Ελευθερίου γυρνώντας την πολυθρόνα του και λαμβάνοντας μια πιο αναπαυτική στάση. Δε πρόλαβα να σηκώσω το φλιτζάνι και αμέσως έσβησαν εντελώς τα λιγοστά φώτα των πολυελαίων, ταυτόχρονα ακούγονταν βαριά βήματα μαζί με μεταλλικούς ήχους. Η πόρτα άνοιξε με ένα δυνατό χτύπημα και θαμπές φιγούρες ανθρώπων εισέρχονταν στο δωμάτιο, οι οποίοι είχαν βαλθεί να μετακινούν με θαρραλέες κινήσεις τα έπιπλα στον ακριανό χώρο. Εντός λίγων λεπτών επανήλθε απόλυτη ησυχία. Δεν είχα καμία λογική αντίδραση στη διάθεση μου, απλώς περίμενα αποσβολωμένος την εξέλιξη. Ένα φωτιστικό με τρεμάμενο φως τότε άναψε αποκαλύπτοντας το αποτέλεσμα της πρότερης αναταραχής. Είχε σχηματιστεί μια σειρά από στοιχισμένες κατά μήκος καρέκλες στις οποίες κάθονταν αλυσοδεμένοι έξι άνθρωποι. Όλοι ήταν στραμμένοι προς τον τοίχο ώστε εμείς διακρίναμε μόνο τις πλάτες τους. Άναμεσά μας υπήρχε μόνο το φωτιστικό τοποθετημένο σε ένα ψηλό τραπέζι πάνω στο οποίο βρίσκονταν επίσης έξι γυάλινα βάζα ακαθόριστης φόρμας. Οι σκιές που είχαν δημιουργηθεί ως συνέπεια στον τοίχο παραουσιάζονταν πράγματι εντυπωσιακές. Ιριδίζοντα χρώματα και σχήματα διακυμαίνονταν πάνω στη μουντή ταπετσαρία ενισχύοντας την ψευδαίσθηση του αληθινού μεγέθους και μορφής των βάζων.
Οι καθήμενοι στη συνέχεια μουρμούριζαν σιγανά πραγματοποιώντας μικρές κινήσεις με τους ώμους και το κεφάλι τους. Ο ήχος από τις αλυσίδες που φορούσαν με εμπόδιζε να καταλάβω τι ακριβώς ψιθύριζαν. Ο τονισμός παρέπεμπε σε Ελληνικά, παρόλα αυτά οι συγκεκριμένες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μου διέφευγαν διαρκώς. Η επαναλαμβανόμενη έκφραση διαπίστωσα με αρκετή προσπάθεια ότι ήταν:
ἐν σκότει ἄρχουσι αἱ σκιαί
Α.Δ.
ΥΓ: Μέρος 6ο, 7ο και 8ο, Μέρος 5ο, Μέρος 4ο, Μέρος 3ο, Μέρος 2ο, Μέρος 1ο.