Ας κάνουμε ένα ευχάριστο διάλειμμα από τη βαριά φιλοσοφία. Το βιβλιαράκι “Η Χώρα του Περίπου” έφτασε στα χέρια μου εντελώς τυχαία πριν ένα χρόνο, όπως τυχαία άρχισα να το διαβάζω προχτές καθώς τακτοποιούσα τη βιβλιοθήκη μου και το βλέμμα μου έπεσε στην πρόταση, “συμπέρασμα: όχι μόνο δεν είμαι υπερήφανος που έχω ελληνικό διαβατήριο, αλλά θα προτιμούσα να έχω γαλλικό που δεν φρόντισα να πάρω, ή αμερικάνικο”. Είχα εγγενή περιέργεια για το πως κατέληξε ο συγγραφέας και τακτικός αρθρογράφος της Καθημερινής, Τάκης, σε αυτό το συμπέρασμα.
Το χρονικό περιστρέφεται κυρίως γύρω από τα γεγονότα της Ελλάδας της κρίσης έχοντας βέβαια ως εφαλτήριο την αδιαπραγμάτευτη άξια των απανταχού Ελλήνων ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από τους ίδιους προ αμνημονεύτων χρόνων μέχρι σήμερα. Ο αστικός Τάκης μας εξηγεί επίσης τα τρία στάδια που κατέληξε η Αθήνα να έχει απρόσιτο κέντρο – η μεταφορά πληθυσμού στα προάστια λόγω νέφους το ’80, οι Ολυμπιακοί αγώνες και οι βίαιες διαδηλώσεις του 2008. Έπειτα θίγει φλέγοντα θέματα όπως το προσφυγικό, ο ελιτισμός και η αναξιοπάθεια. Στο τελευταίο κομμάτι μάλιστα ανήκει η εριστική πρόταση που προανέφερα. Για τον πατριώτη Τάκη λοιπόν η ελληνική ταυτότητα τεκμηριώνεται μέσω ακριβώς αυτής της έριδας, “είμαι Έλληνας γιατί καβγαδίζω στα ελληνικά”. Το γλωσσικό ζήτημα εγείρεται τέλος αυθόρμητα πάνω στο οποίο ο αυτοαποκαλούμενος συντηρητικός-γιατί-όχι Τάκης παρουσιάζει μια εμπεριστατωμένη θέση από την πολιτική επικαιρότητα.
Δεν έχω παράπονο, ήταν ευχάριστη η ανάγνωση του κειμένου μολονότι δε μπορώ παρά να επιστήσω την προσοχή σε ορισμένα σημεία προς αποφυγή παρεξηγήσεων:
- Η εμμονή με το πρόσωπο του Βαρουφάκη η οποία εστιάζεται στην εικόνα και όχι στις προτάσεις αξίζει όσο η κριτική μεσημεριανού κουτσομπολιού για τα ενδύματα μοντέλων της show-biz σε πασαρέλα κόκκινου χαλιού. Ο Τάκης ο δίκαιος παρόλα αυτά αναγνωρίζει “έχω και γω τον ναρκισσισμό μου”. Σε συγχωρούμε εσένα Τάκη γιατί τα λες ωραία και λογοτεχνικά. Τον Βαρουφάκη τον έχω γνωρίσει προσωπικά στο Austin, ΤΧ και ως αυτόπτης μάρτυρας δε διέγνωσα αυταρέσκεια, το αντίθετο ομολογώ, ιδεολογική μετριοφροσύνη.
- Η ασυνέπεια που έγκειται στο μεταναστευτικό. Οι διάφοροι καημένοι που έρχονται στην Ελλάδα κρίνονται τώρα κατάπτυστοι, από την άλλη πλευρά όταν οι παππούδες του Τάκη μετανάστευαν μαζί με τα υπόλοιπα κύματα της ελληνικής μετανάστευσης ήταν όλα πλήρως δικαιολογημένα. Εξίσου αποδεκτό είναι και το σύγχρονο brain drain που υφίσταται η χώρα εφόσον κάποτε σύντομα θα επιστρέψει κατά το πρότυπο πάλι του ξενιτεμένου Τάκη που έφυγε στο Παρίσι για εννιά συναπτά έτη και ύστερα γύρισε ανανεωμένος. Όταν οι πράξεις συνηγορούν πρώτες υπέρ της ιδεολογίας και όχι το αντίστροφο, αυτό ονομάζεται δικαιολογία Μonsieur Takis. Χάριν πληρότητας το αντίστροφο αποτελεί την ελάχιστη ένδειξη συνέπειας χώρις σαφώς να τεκμηριώνεται αυτόματα ο σκοπός.
- Περί ελιτισμού και πιο συγκεκριμένα στο απόφευγμα “η ήττα των ελίτ όμως είναι και ήττα της δημοκρατίας”. Την πρόταση αυτή υποστηρίζει ο στοχαστής Τάκης με το σκεπτικό, τι θα ήταν η αρχαία Αθήνα και ο χρυσός αιώνας αν δεν υπήρχαν οι εξέχουσες προσωπικότητες; Για άλλη μια φορά εισερχόμαστε στο φαύλο κύκλο, οι εξέχοντες δίνουν ζωτική πνοή στο πολίτευμα ή ο απλός κόσμος δημιουργεί τις προϋποθέσεις για υπάρξουν οι εκλεκτοί; Θεωρώ ότι όποιος δεν κατανοεί τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε στους δύο στυλώνες του πολιτεύματος, τον πολίτη και τον πολιτικό, δεν έχει κάνει τα homework του στην θεωρία της δημοκρατίας ή θα ήθελε να ανήκει σε μια πιο αναγνωρισμένη ελίτ.
- Για τα ζητήματα της γλώσσας για τα οποία μπορώ με τιμιότητα να αναγνωρίσω ότι ο Τάκης είναι σε αδρές γραμμές σωστός. Μια μικρή ασυνέπεια ωστόσο, είναι κάπως αντιφατικό να υπεραμύνεσαι του πολυτονικού συστήματος και το ίδιο το βιβλίο σου να είναι γραμμένο στο μονοτονικό. “One must preach by example” λέει ο φίλτατος Nietzsche εκτός από το “ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο”. Κανένα επιχείρημα επομένως τεχνικών ή άλλων δυσκολιών δε γίνεται αποδεκτό στο δικαστήριο κύριε Θεοδωρόπουλε.
- Στο περίπου. Η προσφυγή στο σχετικισμό είναι αδιέξοδη. Σίγουρα δεν μπορούμε να ορίσουμε απόλυτα την έννοια της χώρας, της κάθε χώρας. Περίπου ευρωπαϊκή, με ποιό κριτήριο άραγε αποδίδεται το επίθετο σε μια -όποια- χώρα όταν καθεαυτή η ένωση (Ε.Ε.) υπάρχει από το ’93, έστω οικονομικά από το ’53. Η ιστορία των επιμέρους μελών προσπερνά αιώνες την ευρωπαϊκή ιδιότητα που τα ίδια έχουν πρόσφατα επινοήσει. Περίπου πλούσια, το GDP της Ελλάδας βρίσκεται στο 25% του συνόλου, άρα περίπου αρκετά πλούσια. Περίπου σύγχρονη, ασαφής εδώ ο Τάκης. Τεχνολογικά, θεσμικά, πολιτισμικά, ανθρωπολογικά ή όλα τα παραπάνω; Θα συμφωνήσω, είμαστε πίσω ξεκάθαρα, καθόλου περίπου. Κάθε εξέλιξη δεν είναι βελτίωση αρκεί να θυμάται κανείς.
- Στον επίλογο που ακούγεται σαν απολογία για μία μάλλον άστοχη τοποθέτηση του Λούθηρου της εκκλησίας της πολιτικής ορθότητας Τάκη. Απλά αδύναμο τέλος. Είχε πολλές ευκαιρίες να κλείσει αποφεύγοντας τις προσωπικές κόντρες των οποίων η ανάδειξη ως τελικό σχόλιο υποδηλώνει πιθανώς ένοχη συνείδηση.
Ας ολοκληρώσω χρυσώνοντας το χάπι με τρία αποσπάσματα που ο Τάκης ο κυνικός μα κατά βάθος πονετικός τα είπε (περίπου) καλά:
Γιατί η μνήμη δεν είναι καθαρή. Η μνήμη είναι εμπειρία. Κι όταν καθαρίζεις τη μνήμη από τους ρύπους της ανθρώπινης ζωής, της στερείς του χυμούς της εμπειρίας. Τη μετατρέπεις σε εγκεφαλικό κατασκεύασμα, της στερείς το δικαίωμα στη μεταμόρφωση, την απονευρώνεις, την αποκλείεις από τη σύγχρονη ζωή που συνεχίζει να μετασχηματίζεται γύρω της.
Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι τεχνικό. Είναι πολιτικό, άρα υπαρξιακό. Η ελληνική κοινωνία έχει αποσυντεθεί διότι είναι μια κοινωνία που δεν περιμένει τίποτε από τον εαυτό της. Είναι μια κοινωνία που δεν απαιτεί τίποτε από τον εαυτό της παρά μόνον την επιβίωση της. Και τις απαιτήσεις μόνο ο πολιτικός λόγος μπορεί να τις δημιουργήσει.
Κι όμως, τον αγαπάω αυτόν τον τόπο. Κι αν λέω ό,τι λέω, κι αν κατακρίνω, κι αν ειρωνεύομαι, κι αν σαρκάζω, είναι επειδή με ενδιαφέρει αυτός ο τόπος, Από αρχαιοτάτων χρόνων που λένε, δε μπορείς ούτε να σαρκάσεις, ούτε να ειρωνευτείς κάτι που σε αφήνει αδιάφορο. Επειδή όμως για μένα η γραφή είναι υπαρξιακό μέγεθος -δεν ξέρω να κάνω και τίποτε άλλο, εκτός από το γράψιμο και το διάβασμα-, το γεγονός ότι γράφω ελληνικά με συνδέει με τον τόπο των ελληνικών, την Ελλάδα.
With all due respect,
Α.Δ.