“‘Ελληνας ούτε γεννιέσαι, ούτε πεθαίνεις, ούτε γίνεσαι, ούτε καταντάς.
Έλληνας μόνο αισθάνεσαι για μια στιγμή και ύστερα κλαις γελώντας.”
Α.Δ.
“‘Ελληνας ούτε γεννιέσαι, ούτε πεθαίνεις, ούτε γίνεσαι, ούτε καταντάς.
Έλληνας μόνο αισθάνεσαι για μια στιγμή και ύστερα κλαις γελώντας.”
Α.Δ.
Γιατί να παίρνει κανείς ντοπαμίνη αν υπάρχουν τέτοιες λέξεις; Ακολουθούν δύο χαρακτήρες ευήθειας από το ιδιάζον φρασεολόγιο της γιαγιάς ώστε να εμπλουτίσετε το δικό σας με την καινούργια χρονιά.
Χλιμίτζουρας, ο: ο άνθρωπος, συνήθως ο άντρας, που ενδίδει στην προσωπική επίδειξη χωρίς ωστόσο αυτή να συνοδεύεται κάποιο πραγματικό αντίκρυσμα. Πχ, ‘ Χτες ο Μπάμπης στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι μας ζάλισε για πόσο πετυχημένος επιχειρηματίας και πόσο μεγάλος οραματιστής είναι ενώ όλοι γνωρίζαμε ότι χρωστάει μέχρι και το βήχα του στην εφορία. Α τον χλιμίτζουρα! ‘ . Πιθανώς να αντλεί ερμηνευτική ρίζα από το χλιμιντρίζω και το τζουράς, μουσικό όργανο προκάτοχος του μπουζουκιού. Βλέπε και κάγκουρας.
Ταχταπίδω, η: ο άνθρωπος, συνήθως η γυναίκα, που ζει παρασιτικά στην αυλή εύπορων οικογενειών χωρίς να επιτελεί κάποιον ουσιαστικό ρόλο αλλά αρέσκεται να βαυκαλίζεται για τη σημαντικότητα του. Πχ ‘ Είδες τη Γκόλφω πως παινευόταν στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι για τα παιδιά της ενώ μόνιμα γυρνάει στα σπα και τα σαλέ χωρίς να έχει ασχοληθεί μαζί τους ούτε ένα απόγευμα; Τι περίμενες από την ταχταπίδω;!’. Η ερμηνευτική ρίζα μάλλον προέρχεται από το ταχταπιτίν που σημαίνει κοριός στα ποντιακά. Βλέπε και γλάστρα.
Γενικότερο σχόλιο: ο χλιμίτζουρας κι η ταχταπίδω δρώντας αλληλοτροφοδοτικά θα μπορούσαν εύκολα να αποτελέσουν το πιο βδελυρό ζευγάρι του χρόνου και του κάθε χρόνου.
Α.Δ.
“Suck, you must not” – Yoda
“My disappointment cannot be overstated” – Snoke
“Thankfully, they killed me in the previous movie” – Han Solo
They did it, they murdered it, the whole movie! Star Wars was some kind of a ritual here in the US winter period I felt it not as much Christmas season but rather as Stars wars season. The previous two movies were quite decent, for the action-movie genre of course. It was not the deepest philosophy in the universe but you could enjoy the basic storyline. The current one is ridiculous. I don’t know were to start, so I’ll just make a random list:
All in all, another film in the mall.
Α.Δ.
Για την πόλη που αγάπησα και σύντομα θα επισκεφτώ πάλι απ’ την αρχή. Για την πόλη που αφιέρωσε δύο ποιήματα ο Καββαδίας, ο πολυταξιδεμένος ναυτικός ποιητής, και που σίγουρα δικαιούται ένα τρίτο. Έτσι, για να κλείσει η τριλογία της Θεσσαλονίκης λίγες μέρες πριν κλείσει ο χρόνος. Φωτογραφία του Γιάννη.
Στη Μισιρλού
Στ’ αμπάρι Γ’ φύλαξες τα βουτηχτά φιλιά της,
πριν στάξει ήλιου πορφυρό στο πορτ Θερμαϊκός.
Mα σκέπασε αργά βραδύ ρεστία τ’ αρχικά της,
δεσμώτης έγινες ευθύς αιθέριας γυναικός.
Το όνομά σου άλλαξες, εσύ ο ίδιος μένεις,
βασάνων πύργος αίματος κανλί κουλέ Τουρκιάς.
Μονάχος έφτασες στερνός και ύστερα κουτσαίνεις,
σε μια στιγμή μεθέξεως φαιδρής αποκοτιάς.
Σαν έβραζε στη χόβολη βουβός ζαχαροπλάστης,
φουσκάλα μέσα κλείστηκες Modiano αγορά.
Στη Σαλονίκη πάντοτε γεννιέσαι μετανάστης,
‘Να τα φοβάσαι – στέναξε – τα κάστρα του βορρά’.
Αριστοτέλη δάσκαλε του πνεύματος πλατεία,
δε μέτρησες, δε ζύγισες το σύγχρονο το πένθος.
Τα βήματά σου όριζε εωθινή ναυτία,
διχόνοια που ναυάγησες σχεδία σκάρτη κι έθνος.
Ακόμα ψάχνεις θησαυρούς, φλουριά Εβραίων ψάχνεις,
αχνό το δίκιο κρύφτηκε στων αχινών την ξέρα.
Την πόλη τούτη πούλησες, πορνεία κρύα φτιάχνεις,
Φιλίππου κόρη κι αδερφή μα τώρα πια εταίρα.
Εντός ρωμαϊκής στοάς ανήλιαστης συχνάζεις,
ρικνή αν μοίρα σ’ έκαψε, εγώ δε θα σε κρίνω.
Με λιττορίνες στο λαιμό γοργόνα να διατάζεις,
πως πάω δείξε μου – μην κλαις – Καμάρα Ναβαρίνο.
Α.Δ.
Πρόσφατα έλαβα αυτό το δωράκι, τις τρεις ποιητικές συλλογές του Νίκου Καββαδία και το (απαραίτητο) ερμηνευτικό γλωσσάρι. Είναι αξιοσημείωτο παρόλο που ο Ποιητής ταξίδεψε πολύ, έχει αφιερώσει δύο ποιήματα στη Θεσσαλονίκη. Ακολουθούν λοιπόν – συγχωρείστε την έλλειψη πολυτονικού – μαζί με κάποιες σημειώσεις.
Από το Πούσι (1947)
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Στο Γιώργο Κουμβακάλη
Ήτανε κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις,
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.
Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
– Άγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή. –
Τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει, παιδί του Modigliani,
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κ’ οι δυο Μαρμαρινοί.
Νερό καλάρει το fore peak, νερό και τα πανιόλα,
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.
Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα
ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί:
Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού.
Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι
κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και το κορίτσι που ‘κλαιγε πνιχτά μες στο ρικσά.
Κάτου από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη.
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου ‘πες « σ’ αγαπώ ».
Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Dépôt.
***
γραδάρω: μετρώ (eng. grade)
Χιλιάνοι: κάτοικοι της Χιλής
Άγια Θαλασσινή: Παναγία η Θαλασσινή
Modigliani: Ιταλός ζωγράφος
Μαρμαρινοί: κάτοικοι του Μαρμαρά
καλάρω: διαρρέω (it. calare)
fore peak: μπροστινό αμπάρι πλοίου
στάμπα: τατουάζ
πανιόλο: πάτος (sp. pañol)
γιατάκι: κρεβάτι (turk. yatak)
νογάω: καταλαβαίνω (αρχ. νοώ)
ρικσά: είδος δίκυκλου (jap. rikisha)
στρατί: δρόμος (eng. street)
Dépôt: περιοχή της Θεσσαλονίκης
Από το Τραβέρσο (1975)
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΙΙ
Στη Μυρτώ Κουμβακάλη
Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου ‘γινες μοτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.
Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.
Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
-της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι-
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.
Το δαχτυλίδι που ‘φερνα μου το ‘κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο – μάδησε και έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.
Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.
Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
Μπορεί να ‘ρθω απ’ τα πέλαγα με τη φυρονεριά.
4-1-1974
***
μοτάρι: ύφασμα που μπαίνει στην πληγή
μάκινα: μηχανή (it. macchina)
μεσιανό: μεσαίο
σαρί: μακρύ ινδικό ύφασμα (ind. sari)
Άγρα: πόλη στην Ινδία, Agra
Σάντουν: πόλη στην Κίνα, Shantou ή Swatow
αναθρώσκων: δυνατός
βίρα: ανέβασμα άγκυρας (it. virar)
μουράγιο: λιμάνι (it. muragia)
μαλαματικό: χρυσαφικό
ξόμπλι: στολίδι
φυρονεριά: άμπωτη
Α.Δ.
Δε ξέρω πως είναι αύριο ο καιρός.
Απεχθάνομαι τέτοιου είδους συζητήσεις.
Δε ξέρω αν είναι ωραία η διαδρομή.
Επιβάλλεται να την απολαύσεις είπαν.
Δε ξέρω αν είναι εύκολος ο δρόμος.
Βαρετά τα εύκολα. Βαριά τα δύσκολα.
Δε ξέρω αν σε περιμένουν έπαθλα τρανά
Τα ανταλλάγματα κρίθηκαν ανήθικα.
Δε ξέρω αν βρεις καλούς ανθρώπους.
Οι απόψεις περί καλοσύνης διίστανται.
Δε ξέρω αν κάποτε αγαπήσεις.
Η αγάπη γίνεται μηχανισμός αφαίρεσης.
Δε ξέρω αν ύστερα μετανιώσεις.
Η μετάνοια έρχεται ευτυχώς πολύ αργά.
Δε ξέρω αν γράψουν τίποτα για σένα.
Το καταφύγιο της λήθης δεν ξεχείλισε ποτέ.
Δε ξέρω αν υπάρχει στο τέλος νόημα.
Μη ρωτάς αν φτάσαμε. Αγλάκα.
Ξέρω μόνο για μία υπόσχεση Ποιητική.
Τη Μεγάλη Ενότητα θα ξαναπιάσουμε
όταν εξεγερθούν κι οι πέτρες των βουνών.
Α.Δ.
– Τι χρώμα τα πανιά Θησέα;
– Ωχρό σα θάλασσα που την οργώνουν οι τριήρεις
και οι γενναίοι άνδρες μας κωπηλατούν μονήρεις.
– Τι χρώμα τα πανιά Θησέα;
– Χλωρό σα δειλινό αρματωμένο νέα άστρα
βασιλική φρουρά στων αετών τα κάστρα.
– Τι χρώμα τα πανιά Θησέα;
– Γλαυκό σαν κλήρο σίτου πριν το θέρο,
στις μάχες όσοι έπεσαν με δόξα να εξαίρω.
– Τι χρώμα τα πανιά Θησέα;
– Ρυθρό σαν Αθηνάς ελιά πατρίδα
απ’ τα δεινά του Μίνωα εχέγγυα ασπίδα.
– Θησέα, τα χρώματα θαρρώ πως δεν κατέχεις,
λευκό πανί καλύτερα μπορεί να το προσέχεις.
– Ποτέ λευκό την Αριάδνη στυγερά θυμίζει,
η εγκατάλειψη της πάντοτε θυμό θα με γεμίζει.
– Θησεά, δε μένει τίποτα παρά το μαύρο χρώμα,
στη διαταγή σου όμως εγώ πιστός ψυχή και σώμα.
– Ιστίο τότε μαύρο ύψωσε χωρίς κανένα θρήνο,
ιδού πολεμιστές η χρώση που σαφώς διακρίνω.
…
Μην απελπίζεσαι τα νέα αν μοιάζουν μελανά,
τις λέξεις μου να σκέφτεσαι σα γίνουν όλα σιωπηλά.
Α.Δ.
Άναψε φωτιά στο φάρο
και μαζί σου θα σαλπάρω.
Μην ετοιμάσεις τη βαλίτσα,
φτάνει μια άσπρη φανελίτσα.
Η συμβουλή του κανονιέρη:
‘Πάντα υπάρχει κάπου καλοκαίρι’
Μας έκλεισε όμως λίγο το μάτι,
λες να είναι όλα απάτη;
Στις ακτές του Corpus Cristi
γράψε τη χαρά και σβήστει.
Κι αν ζηλέψουν οι θεοί,
θα το ξεχάσουν με κρασί.
Άκου, τραγουδούν οι Ζαπατίστας
άσματα ηρωικά κατά της νύστας.
Ξύπνα αγάπη μου νωρίς,
το όνειρο κράτα όσο μπορείς.
Α.Δ.
The absence of the dark knight didn’t go unnoticed. Questions were wandering in people’s minds as the quiet days passed after the sudden leave. Why did he resign from the sacred game? Was he defeated by the villains he sworn to battle or has he surrendered to the enemy within? Little was known about the dark knight’s true intentions owing to his reclusive nature, yet life moved on in the peaceful city. After all, one can care so much to find answers for problems which are not theirs, just like the nearby river shifting tirelessly streams of water into the sea of indifference.
Once the dark knight appeared out of thin air, he shared the following with his fellow townsfolk: ”Heroes will always return, what matters is how. My dear friends, let me tell you two tales of return inspired from Greek mythology. The first is of Agamemnon, king of Mycenae, when he emerged victorious from the Trojan War. Agamemnon was a man of great pride and obstinacy, a bold warrior who wouldn’t hesitate to sacrifice anything, even his daughter Iphigenia, for the sake of the mission. He fiercely led the army of all-Greek alliance in front of the bewildering walls of Troy. However, his demise did not start until overwhelmed by insidious power he disrespected an enemy’s pleading priest and the bravest of his combatants, Achilles. As soon as the besieging was over, he headed back to his kingdom bringing along the same arrogance of a ferocious conqueror under his lavish cape. The oblivious Agamemnon expected to be lauded for his military achievements but failed to realize something more crucial, he won the war at the cost of losing his people, his family, the very ideals he fought for. He ended up slain without any remorse by a conspiracy of his vengeful wife and her lover. Thus, his ruthless reign was forever gone instigating a series of other tragedies.
“There is now a second tale of Odysseus, king of Ithaca, who happened to be one of Agamemnon’s generals, who also took part on the Trojan war and in fact it was due to his masterful plan, a hollow wooden horse, that Troy eventually fell. Odysseus was of course not an impeccable character. Although most of the times composed, moderate and shrewd, a moment of anger costed him years of torture when he blinded a cyclops in order to escape from his cave. Inflicted by the wrath of cyclops’ father, god Poseidon, Odysseus was dragged on a long, dreadful journey which left him exiled without his crew on a mythical island desolate and desperate. The gods intervened once again deeming his punishment sufficient enough and set him free to fulfill his return. The was one last catch, the connived suitors of his wife Penelope had been established at his palace disgracing his legacy and plotting kill his son Telemachus. Unlike Agamemnon, the thinking Odysseus did not enter the royal gates as an vacuous champion, he rather decided to disguise himself as a weary, old beggar unbeknownst to everyone expect for his son. Together they trapped the suitors and slain them one by one along with the treacherous servants“.
Thick silence stifled the room when the dark knight finished his narration. People were squirming since they had observed his tattered clothes which eerily resembled that of a vagabond while dense clouds surrounded Tomkins County, Ithaca NY. The dark knight then concluded: ”My dear friends, as you can see the burning question is not why a hero returns, it is how. And perhaps why did the noble Odysseus show no mercy upon arrival. Happy Halloween!”.
Α.Δ.
An absurdist philosopher once said ‘I was absent at the moment when I took up the most space’. Delving deep into my thoughts I realized it too but now I will be everywhere in my absence. After some -I hope not so serious- little posts comes a necessary end since everything with a beginning has a thermodynamic end. Blinded by primal fear or driven by incompleteness of utility we built complicated illusions to bypass reality. Yet there is a singular choice which echoes perpetually as an unequivocal manifest of existence. I love poetry because of this very reason, for it made me being a Greek understood my own choice: between freedom and death I will always choose freedom.
Ύμνος εις την Ελευθερίαν
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βια μετράει την γη.
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Α.Δ.